- καταπραΰνομαι
- καταπραΰνομαι, καταπραΰνθηκα, (σπάν.) καταπραϋμένος βλ. πίν. 49
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
απαλύνω — κ. απαλαίνω (Α ἁπαλύνω) νεοελλ. μτφ. ανακουφίζω, μετριάζω καταπραΰνω αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό, τρυφερό, μαλακώνω 2. κάνω κάτι παχύ 3. παθ. μτφ. καταπραΰνομαι, μαλακώνω … Dictionary of Greek
γαληνεύω — [γαλήνη] 1. (για τη θάλασσα και τον καιρό) γίνομαι γαλήνιος, καλμάρω 2. καταπραΰνω, καθησυχάζω κάποιον 3. (αμτβ.) καταπραΰνομαι, ησυχάζω … Dictionary of Greek
γλυκαίνω — (AM γλυκαίνω) Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό 2. προξενώ το αίσθημα τής γλυκύτητας 3. γίνομαι γλυκός 4. μαγεύω γοητεύω μσν. νεοελλ. 1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο») 3. δίνω σε κάποιον χαρά 4. γίνομαι ήπιος … Dictionary of Greek
ευνώ — εὐνῶ, άω (Α) [εὐνή] (ποιητ. ρ., διάφ. τ. τού ευνάζω) 1. τοποθετώ κάποιον σε κάποιο μέρος για ενέδρα 2. αποκοιμίζω, καταβαυκαλίζω («εὐνήσασα φρουρόν ὄφιν», Απολλ. Ρόδ.) 3. μτφ. καταπραΰνω («τῆς δ εὔνησε γόον», Ομ. Οδ.) 4. μέσ. εὐνῶμαι α) ξαπλώνω,… … Dictionary of Greek
ημερεύω — (I) ἡμερεύω (Α) [ημέρα] 1. περνώ την ημέρα μου, διημερεύω κάπου («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», Ξεν.) 2. ταξιδεύω όλη την ημέρα, οδοιπορώ όλη την ημέρα 3. εργάζομαι κατά τη διάρκεια τής ημέρας 4. φρ. «ἡμερεύω ἐν πόνοισιν» περνώ τις ημέρες μου … Dictionary of Greek
ημερώνω — και μερώνω (AM ἡμερῶ, όω, Μ και ἡμερώνω) [ήμερος] 1. κάνω κάποιον ή κάτι ήμερο, δαμάζω, τιθασεύω 2. (για φυτά) κάνω κάτι καρποφόρο με την καλλιέργεια, καλλιεργώ 3. (για πρόσ.) εκπολιτίζω, εξευγενίζω νεοελλ. 1. (αμτθ.) ημερεύω, καταπραΰνομαι,… … Dictionary of Greek
ησυχάζω — και συχάζω (AM ἡσυχάζω) Ι. (αμτβ.) 1. βρίσκομαι σε ησυχία, είμαι ήσυχος, ηρεμώ, είμαι σε ηρεμία, αδρανώ 2. συνεκδ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω («ἡ ἀπορία τοῡ μὴ ἡσυχάζειν» η έλλειψη αναπαύσεως, Θουκ.) 3. συνεκδ. πλαγιάζω, κοιμάμαι 4.… … Dictionary of Greek
καθησυχάζω — (Α καθησυχάζω) ηρεμώ, γίνομαι γαλήνιος και ατάραχος, καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε μόλις άκουσε τα νέα» β. «ἐπεὶ δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῡ λέγειν», Πολ.) νεοελλ. κάνω κάποιον να ησυχάσει, καταπραΰνω, μαλακώνω, ξαναδίνω σε κάποιον… … Dictionary of Greek
καταπραΰνω — (AM καταπραΰνω, Α επικ. και ιων. τ. καταπρηΰνω) καθησυχάζω, κατευνάζω, γαληνεύω («το φάρμακο καταπράυνε τους πόνους») αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό 2. παθ. καταπραΰνομαι α) (για ζώα) εξημερώνομαι, ημερεύω β) (για συγκινήσεις) ελαττώνομαι, κοπάζω.… … Dictionary of Greek
καταυλώ — καταυλῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού αυλώ*) 1. ευχαριστώ, τέρπω κάποιον παίζοντας αυλό ή τραγουδώντας 2. παίζω στον αυλό 3. κάνω έναν τόπο να αντηχεί από τον αυλό 4. γεμίζω κάτι με φόβο 5. παθ. καταυλοῡμαι, έομαι α) διασκεδάζω ακούγοντας τη μουσική τού… … Dictionary of Greek